αὐτομολία — αὐτομολίᾱ , αὐτομολία desertion fem nom/voc/acc dual αὐτομολίᾱ , αὐτομολία desertion fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτομολίᾳ — αὐτομολίαι , αὐτομολία desertion fem nom/voc pl αὐτομολίᾱͅ , αὐτομολία desertion fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτομολίας — αὐτομολίᾱς , αὐτομολία desertion fem acc pl αὐτομολίᾱς , αὐτομολία desertion fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτομολίαι — αὐτομολία desertion fem nom/voc pl αὐτομολίᾱͅ , αὐτομολία desertion fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτομολίαν — αὐτομολίᾱν , αὐτομολία desertion fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτομολιῶν — αὐτομολία desertion fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτομολίαις — αὐτομολία desertion fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτομόληση — η (Μ αὐτομόλησις) η αυτομολία … Dictionary of Greek
ψευδαυτομολία — ἡ, Α [ψευδαυτόμολος] προσποιητή αυτομολία … Dictionary of Greek
αυτομόληση — αυτομόληση, η και αυτομολία, η το να εγκαταλείψει ένας στρατιωτικός τη θέση του και να προσχωρήσει στον εχθρό, ή να απαρνηθεί κάποιος την ιδεολογία του και να προσχωρήσει στην αντίθετή της: Η αυτομόληση γενικά είναι μια πράξη επαίσχυντη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)